Ἰωνικολόγος

Ἰωνικολόγος
Ἰωνικολόγος
reciter of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιωνικολόγος — ἰωνικολόγος, ὁ (Α) αυτός που απαγγέλλει ή αφηγείται τα Ιωνικά, τα ποιήματα που είχαν συντεθεί σε ιωνικό μέτρο («ὁ ἰωνικολόγος τὰ Σωτάδου ἰωνικά ποιήματα προφέρεται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωνικός + λόγος (< λόγος), πρβλ. αρχαιο λόγος, σεμνο… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”